ξαναγοράζω

ξαναγοράζω
(Μ ξαναγοράζω)
αγοράζω κάτι ξανά
μσν.
τιμωρούμαι, πληρώνω κάτι ακριβά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ράστερ — το, Ν (τυπογρ. φωτογρ.) πλέγμα που σχηματίζεται από τη διασταύρωση δύο ομάδων από παράλληλες λεπτές γραμμές, ή από παράλληλες γραμμές από στιγμές δηλαδή τελείες, ομάδων που είναι κάθετες μεταξύ τους και είναι χαραγμένες σε γυάλινη πλάκα ή σε φιλμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”